καπροφόνος: Difference between revisions

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καπροφόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάπρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρο</i>-[[φόνος]], <i>δολο</i>-[[φόνος]].
|mltxt=[[καπροφόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάπρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρο</i>-[[φόνος]], <i>δολο</i>-[[φόνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καπροφόνος:''' -ον (*[[φένω]]), αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπροφόνος Medium diacritics: καπροφόνος Low diacritics: καπροφόνος Capitals: ΚΑΠΡΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: kaprophónos Transliteration B: kaprophonos Transliteration C: kaprofonos Beta Code: kaprofo/nos

English (LSJ)

ον,

   A killing wild boars, κύων AP9.83 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1324] Eber tödtend, κύων, Philp. 72 (IX, 83).

Greek (Liddell-Scott)

καπροφόνος: -ον, ὁ φονεύων κάπρους, καπροφόνος κύων Ἀνθ. Π. 9. 83.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des sangliers.
Étymologie: κάπρος, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

καπροφόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο-φόνος, δολο-φόνος.

Greek Monotonic

καπροφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους, σε Ανθ.