κατατρίζω: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατατρίζω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[τρίζω]]) (για ποντίκια) [[εκφέρω]] συνεχή τριγμό. | |mltxt=[[κατατρίζω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[τρίζω]]) (για ποντίκια) [[εκφέρω]] συνεχή τριγμό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατατρίζω:''' [[σκληρίζω]] ή [[τσιρίζω]] [[δυνατά]], σε Βατραχομ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
strengthd. for τρίζω, Batr.88.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ τρίζω, περὶ τῶν μυῶν, Βατραχομυομ. 88.
French (Bailly abrégé)
pousser un petit cri aigu.
Étymologie: κατά, τρίζω.
Greek Monolingual
κατατρίζω (Α)
(επιτ. τ. του τρίζω) (για ποντίκια) εκφέρω συνεχή τριγμό.