κατευτρεπίζω: Difference between revisions
From LSJ
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατευτρεπίζω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[ευτρεπίζω]]) [[βάζω]] [[κάτι]] σε [[τάξη]], [[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]] («ταύτας κατευτρέπιζε», <b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=[[κατευτρεπίζω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[ευτρεπίζω]]) [[βάζω]] [[κάτι]] σε [[τάξη]], [[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]] («ταύτας κατευτρέπιζε», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατευτρεπίζω:''' μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[αποκαθιστώ]] την [[τάξη]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A put in order, Ar.Ec.510, X. Cyr.8.6.16.
German (Pape)
[Seite 1398] zurecht machen, in Ordnung bringen; Ar. Eccl. 510; Xen. Cyr. 8, 6, 8.
Greek (Liddell-Scott)
κατευτρεπίζω: ἐντελῶς διευθετῶ, τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 510, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 16.
French (Bailly abrégé)
mettre en ordre, arranger.
Étymologie: κατά, εὐτρεπίζω.
Greek Monolingual
κατευτρεπίζω (Α)
(επιτ. τ. του ευτρεπίζω) βάζω κάτι σε τάξη, τακτοποιώ, διευθετώ («ταύτας κατευτρέπιζε», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
κατευτρεπίζω: μέλ. -ιῶ, αποκαθιστώ την τάξη, σε Ξεν.