κενανδρία: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κενανδρία]], ἡ (Α) [[κένανδρος]]<br />η [[λειψανδρία]], η [[έλλειψη]] [[ανδρών]] σε κάποια [[χώρα]] («πρὸς τάδ' ὡς Σούσων μὲν [[ἄστυ]] πᾱν κενανδρίαν στένει», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[κενανδρία]], ἡ (Α) [[κένανδρος]]<br />η [[λειψανδρία]], η [[έλλειψη]] [[ανδρών]] σε κάποια [[χώρα]] («πρὸς τάδ' ὡς Σούσων μὲν [[ἄστυ]] πᾱν κενανδρίαν στένει», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κενανδρία:''' ἡ, [[έλλειψη]] [[ανδρών]], [[πολιτεία]] με λίγους κατοίκους, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενανδρία Medium diacritics: κενανδρία Low diacritics: κενανδρία Capitals: ΚΕΝΑΝΔΡΙΑ
Transliteration A: kenandría Transliteration B: kenandria Transliteration C: kenandria Beta Code: kenandri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A lack of men, A.Pers.730 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1416] ἡ, Mangel an Männern od. Menschen, Aesch. Pers. 716.

Greek (Liddell-Scott)

κενανδρία: ἡ ἔλλειψις ἀνδρῶν, κατάστασις ἐρημώσεως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 730.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dépopulation.
Étymologie: κένανδρος.

Greek Monolingual

κενανδρία, ἡ (Α) κένανδρος
η λειψανδρία, η έλλειψη ανδρών σε κάποια χώρα («πρὸς τάδ' ὡς Σούσων μὲν ἄστυ πᾱν κενανδρίαν στένει», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κενανδρία: ἡ, έλλειψη ανδρών, πολιτεία με λίγους κατοίκους, σε Αισχύλ.