κίκω: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κίκω]] (Α)<br />(μόνο στον δωρ. αόρ.) <i>ἔκιξα</i><br />έφερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κιχάνω]].
|mltxt=[[κίκω]] (Α)<br />(μόνο στον δωρ. αόρ.) <i>ἔκιξα</i><br />έφερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κιχάνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κίκω:''' [[ρήμα]] που βρίσκεται μόνο στον Δωρ. αορ. αʹ ἔκιξα= [[ἤνεγκα]], σε Ανθ.· στον Αριστοφ. έχουμε <i>ἀπ-έκιξαν</i>, τον απεδίωξαν, εκδιώχθηκε.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίκω Medium diacritics: κίκω Low diacritics: κίκω Capitals: ΚΙΚΩ
Transliteration A: kíkō Transliteration B: kikō Transliteration C: kiko Beta Code: ki/kw

English (LSJ)

Dor. aor. 1 ἔκιξα,

   A = ἤνεγκα, Simm.26.7; cf. κίξαντες· ἐλθόντες, and κίξατο· εὗρεν, ἔλαβεν, ἤνεγκεν, Hsch.; cf. ἀποκίκω.

German (Pape)

[Seite 1438] in Bewegung setzen, werfen, nimmt Buttm. zu Schol. Od. 11, 579 als Wurzel von ἔκιξε, = ἤνεγκε, an, gimm. ov. (XV, 27), wie Hesych. κί. ξατο neben εὗρεν auch durch ἤνεγκεν erkl., u. κίξαντες, ἐλθόντες, πορευθέντες. S. ἀποκίκω.

Greek (Liddell-Scott)

κίκω: ῥῆμα ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ σπαν. Δωρ. ἀορ. α΄ ἔκιξα, = ἤνεγκα, Ἀνθ. Π. 15. 27· «κίξατο· εὗρεν, ἔλαβεν, ἤνεγκεν» Ἡσύχ. (ὅστις ὡσαύτως μνημονεύει καὶ τὸ «κίξαντες· ἐλθόντες»)· ― ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 869, εὑρίσκομεν ἀπέκιξαν, ἀπέπεμψαν, ἀπετίναξαν. (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὸν τύπον εἰς τὴν √ΚΙ τοῦ κίω, κινέω).

French (Bailly abrégé)

mettre en route, faire aller.
Étymologie: cf. ἀποκίκω -- DELG κιχάνω.

Greek Monolingual

κίκω (Α)
(μόνο στον δωρ. αόρ.) ἔκιξα
έφερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κιχάνω.

Greek Monotonic

κίκω: ρήμα που βρίσκεται μόνο στον Δωρ. αορ. αʹ ἔκιξα= ἤνεγκα, σε Ανθ.· στον Αριστοφ. έχουμε ἀπ-έκιξαν, τον απεδίωξαν, εκδιώχθηκε.