κρύφα: Difference between revisions
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
(22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρύφα]] (AM)<br /><b>επίρρ.</b> [[χωρίς]] να το γνωρίζει [[κάποιος]], [[κρυφά]], [[μυστικά]] («οἱ δέ ὑπέσχοντο μὲν [[κρύφα]] τῶν Ἀθηναίων καὶ ἔμελλον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μυστικά]]<br /><b>2.</b> [[σκοτεινά]], συγκαλυμμένα, ασαφώς («οὐδὲ [[κρύφα]] καὶ δι' αἰνιγμάτων», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρυφ</i>- του [[κρύπτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>κρύφθ</i>-<i>ην</i>). Πιθ. να σχηματίστηκε [[κατά]] το επίρρ. [[σάφα]] «[[σαφώς]], βεβαίως, ασφαλώς»]. | |mltxt=[[κρύφα]] (AM)<br /><b>επίρρ.</b> [[χωρίς]] να το γνωρίζει [[κάποιος]], [[κρυφά]], [[μυστικά]] («οἱ δέ ὑπέσχοντο μὲν [[κρύφα]] τῶν Ἀθηναίων καὶ ἔμελλον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μυστικά]]<br /><b>2.</b> [[σκοτεινά]], συγκαλυμμένα, ασαφώς («οὐδὲ [[κρύφα]] καὶ δι' αἰνιγμάτων», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρυφ</i>- του [[κρύπτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>κρύφθ</i>-<i>ην</i>). Πιθ. να σχηματίστηκε [[κατά]] το επίρρ. [[σάφα]] «[[σαφώς]], βεβαίως, ασφαλώς»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρύφᾰ:''' επίρρ., = [[κρύβδα]], [[χωρίς]] τη [[γνώση]] του, με γεν., σε Θουκ.· απόλ. [[κρυφά]], [[μυστικά]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], Adv., (κρύπτω)
A = κρύβδα, without the knowledge of, c. gen., Th.1.101. 2 abs., secretly, Aen.Tact.2.4; by ballot, Th. 4.88; obscurely, κ. καὶ δι' αἰνιγμάτων Plu.2.1125e.
Greek (Liddell-Scott)
κρύφᾰ: Ἐπίρρ. (κρύπτω) = κρύβδα, κρυφά, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ εἰξεύρῃ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερῶς, μετὰ γεν., Θουκ. 1. 101, Πλούτ. 2. 1125Ε. 2) ἀπολ., μυστικῶς, κρυφίως, Θουκ. 4. 88.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
secrètement, en cachette : τινος, de qqn.
Étymologie: κρύπτω.
English (Slater)
κρῠφᾱ
1 secretly ἔννεπε κρυφᾷ τις (O. 1.47) νεκρὸν ἵππον στυγέοισιν λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι (Boeckh: κρύφα codd.) fr. 203. 2.
English (Slater)
κρῠφᾰ
1 secretly αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν (N. 9.33)
Greek Monolingual
κρύφα (AM)
επίρρ. χωρίς να το γνωρίζει κάποιος, κρυφά, μυστικά («οἱ δέ ὑπέσχοντο μὲν κρύφα τῶν Ἀθηναίων καὶ ἔμελλον», Θουκ.)
αρχ.
1. μυστικά
2. σκοτεινά, συγκαλυμμένα, ασαφώς («οὐδὲ κρύφα καὶ δι' αἰνιγμάτων», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ- του κρύπτω (πρβλ. ἐ-κρύφθ-ην). Πιθ. να σχηματίστηκε κατά το επίρρ. σάφα «σαφώς, βεβαίως, ασφαλώς»].
Greek Monotonic
κρύφᾰ: επίρρ., = κρύβδα, χωρίς τη γνώση του, με γεν., σε Θουκ.· απόλ. κρυφά, μυστικά, στον ίδ.