Κυάνεαι: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Κυάνεαι]], -ῶν και -έων, αἱ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κυάνεος]].
|mltxt=[[Κυάνεαι]], -ῶν και -έων, αἱ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κυάνεος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Κυάνεαι:''' (νήσοι ή πέτραι), αἱ, γεν. <i>Κυανεῶν</i>· οι Σκοτεινές Πέτρες, νησιά στην είσοδο του Εύξεινου, σε Ηρόδ.· μυθικά, υποτίθεται πως έκλειναν και συνέτριβαν τα διερχόμενα πλοία, απ' όπου και ονομάστηκαν [[Συμπληγάδες]]· η [[θάλασσα]] που υπήρχε κοντά ήταν τα <i>Κυάνεα πελάγη</i>, σε Σοφ. (<i>ῡ</i> [[χάριν]] μέτρου στο Σοφ.).
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυάνεαι Medium diacritics: Κυάνεαι Low diacritics: Κυάνεαι Capitals: ΚΥΑΝΕΑΙ
Transliteration A: Kyáneai Transliteration B: Kyaneai Transliteration C: Kyaneai Beta Code: *kua/neai

English (LSJ)

(νῆσοι or πέτραι), αἱ,

   A Dark-rocks, two small islands at the entrance of the Euxine, Hdt.4.85, D.19.273, Str.7.6.1, cf. Συμπληγάδες: Κυάνεα πελάγη, of the adjacent sea, is f.l. in S.Ant.966. [ῡ, metri gr., S. l. c.]

Greek (Liddell-Scott)

Κυάνεαι: (νῆσοι ἢ πέτραι), αἱ, γεν. Κυανεῶν, οὐχὶ Κυανέων, Δινδ. Δημ. 429. 1· ― σκοτειναὶ πέτραι, δύο μικραὶ νῆσοι κατὰ τὴν εἴσοδον τοῦ Εὐξείνου, Ἡρόδ. 4. 85, Στράβ. 319· μυθολογούμεναι ὅτι συνεκλείοντο καὶ συνέτριβον διερχόμενα πλοῖα, ὅθεν ἐκαλοῦντο καὶ Συμπληγάδες, Συνδρομάδες, Πλαγκταί, κτλ.· ἡ δὲ πλησίον θάλασσα ἐκαλεῖτο Κυάνεα πελάγη, Σοφ. Ἀντ. 966. ῡ χάριν τοῦ μέτρου, παρὰ Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ..

French (Bailly abrégé)

εῶν (αἱ) :
s.e. πέτραι;
les Cyanées, litt. les Roches noires ou d’un bleu sombre, à l’entrée de l’Hellespont.
Étymologie: κύανος.

Greek Monolingual

Κυάνεαι, -ῶν και -έων, αἱ (Α)
βλ. κυάνεος.

Greek Monotonic

Κυάνεαι: (νήσοι ή πέτραι), αἱ, γεν. Κυανεῶν· οι Σκοτεινές Πέτρες, νησιά στην είσοδο του Εύξεινου, σε Ηρόδ.· μυθικά, υποτίθεται πως έκλειναν και συνέτριβαν τα διερχόμενα πλοία, απ' όπου και ονομάστηκαν Συμπληγάδες· η θάλασσα που υπήρχε κοντά ήταν τα Κυάνεα πελάγη, σε Σοφ. ( χάριν μέτρου στο Σοφ.).