λεπτόδομος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεπτόδομος]], -ον (Α)<br />κατασκευασμένος με [[λεπτότητα]], [[λεπτοκαμωμένος]], [[λεπτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>λεπτά</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[δόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πηλό</i>-<i>δομος</i>, <i>πρό</i>-<i>δομος</i>].
|mltxt=[[λεπτόδομος]], -ον (Α)<br />κατασκευασμένος με [[λεπτότητα]], [[λεπτοκαμωμένος]], [[λεπτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>λεπτά</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[δόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πηλό</i>-<i>δομος</i>, <i>πρό</i>-<i>δομος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεπτόδομος:''' -ον ([[δέμω]]), κατασκευασμένος με [[λεπτότητα]], [[κομψός]], [[λεπτοκαμωμένος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόδομος Medium diacritics: λεπτόδομος Low diacritics: λεπτόδομος Capitals: ΛΕΠΤΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: leptódomos Transliteration B: leptodomos Transliteration C: leptodomos Beta Code: lepto/domos

English (LSJ)

ον, (δέμω)

   A slightly framed, slight, πείσματα A.Pers.112 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 30] dünn-, seingebaut, sein, πείσματα Aesch. Pers. 112.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόδομος: -ον, λεπτῶς κατεσκευασμένος, λεπτός, πεῖσμα Αἰσχύλ. Πέρσ. 112.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bâti légèrement, fragile.
Étymologie: λεπτός, δέμω.

Greek Monolingual

λεπτόδομος, -ον (Α)
κατασκευασμένος με λεπτότητα, λεπτοκαμωμένος, λεπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -δόμος (< δέμω), πρβλ. πηλό-δομος, πρό-δομος].

Greek Monotonic

λεπτόδομος: -ον (δέμω), κατασκευασμένος με λεπτότητα, κομψός, λεπτοκαμωμένος, σε Αισχύλ.