κυκλωτός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κυκλωτός]], -ή, -όν) [[[κυκλώ]] (II)]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] κύκλου, [[στρογγυλός]] («ἐν χαλκηλάτῳ σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιφερειακός]] («[[κυκλωτός]] [[δρόμος]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυκλωτά</i> (Α κυκλωτῶς)<br />σε [[σχήμα]] κύκλου, κυκλικά, ολοτρόγυρα.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κυκλωτός]], -ή, -όν) [[[κυκλώ]] (II)]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] κύκλου, [[στρογγυλός]] («ἐν χαλκηλάτῳ σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιφερειακός]] («[[κυκλωτός]] [[δρόμος]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυκλωτά</i> (Α κυκλωτῶς)<br />σε [[σχήμα]] κύκλου, κυκλικά, ολοτρόγυρα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυκλωτός:''' -ή, -όν ([[κυκλόω]]), [[κυκλικός]], [[στρογγυλός]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλωτός Medium diacritics: κυκλωτός Low diacritics: κυκλωτός Capitals: ΚΥΚΛΩΤΟΣ
Transliteration A: kyklōtós Transliteration B: kyklōtos Transliteration C: kyklotos Beta Code: kuklwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A rounded, A.Th.540.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλωτός: -ή, -όν, ἔχων σχῆμα κύκλου, στρογγύλος, Αἰσχύλ. Θήβ. 540.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
arrondi.
Étymologie: κυκλόω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κυκλωτός, -ή, -όν) [[[κυκλώ]] (II)]
αυτός που έχει σχήμα κύκλου, στρογγυλός («ἐν χαλκηλάτῳ σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι», Αισχύλ.)
νεοελλ.
περιφερειακόςκυκλωτός δρόμος»).
επίρρ...
κυκλωτά (Α κυκλωτῶς)
σε σχήμα κύκλου, κυκλικά, ολοτρόγυρα.

Greek Monotonic

κυκλωτός: -ή, -όν (κυκλόω), κυκλικός, στρογγυλός, σε Αισχύλ.