λόχμιος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λόχμιος]], -ον (Α) [[λόχμη]]<br /><b>1.</b> [[λοχμαίος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λόχμια</i><br />η [[λόχμη]]. | |mltxt=[[λόχμιος]], -ον (Α) [[λόχμη]]<br /><b>1.</b> [[λοχμαίος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λόχμια</i><br />η [[λόχμη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λόχμιος:''' -ον, = [[λοχμαῖος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = λοχμαῖος, τράγος AP 6.32 (Agath.); τὰ λόχμια, = λόχμη, Ps.-Luc.Philopatr.10 (δόχμια codd.).
German (Pape)
[Seite 66] = λοχμαῖος, von den Bienen, Agath. 29 (VI, 32).
Greek (Liddell-Scott)
λόχμιος: -ον, = λοχμαῖος, τράγος Ἀνθ. Π. 6. 32· τὰ λόχμια = λόχμη, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 12, ἐξ εἰκασίας ἀντὶ δόχμια.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de taillis ; τὰ λόχμια les taillis.
Étymologie: λόχμη.
Greek Monolingual
λόχμιος, -ον (Α) λόχμη
1. λοχμαίος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λόχμια
η λόχμη.
Greek Monotonic
λόχμιος: -ον, = λοχμαῖος, σε Ανθ.