λίταργος: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λίταργος]], -ον (Α)<br />αυτός που σπεύδει, που τρέχει [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[λιταργίζω]].
|mltxt=[[λίταργος]], -ον (Α)<br />αυτός που σπεύδει, που τρέχει [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[λιταργίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λίταργος:''' [ῐ], -ον (λι-), αυτός που τρέχει [[γρήγορα]].
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐταργος Medium diacritics: λίταργος Low diacritics: λίταργος Capitals: ΛΙΤΑΡΓΟΣ
Transliteration A: lítargos Transliteration B: litargos Transliteration C: litargos Beta Code: li/targos

English (LSJ)

ον,

   A running quick, An.Ox.2.236, EM567.38, prob. in Semon.7.12 (λιτοργόν codd. Stob.).

German (Pape)

[Seite 54] von den VLL. schnell erkl. u. vom Schol. Ar. Nubb. 1234 von λίτη, = θύρα, u. ἀργός abgeleitet, was höchstens auf ἀπολιταργίζω paßt. Andere denken an λιἀργός.

Greek (Liddell-Scott)

λίταργος: [ῐ], -ον, ὁ ταχέως τρέχων, Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 236.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court vite.
Étymologie: DELG mot pop., de ἀργός¹, avec λιτ- fonctionnant comme préfixe intensif.

Greek Monolingual

λίταργος, -ον (Α)
αυτός που σπεύδει, που τρέχει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λιταργίζω.

Greek Monotonic

λίταργος: [ῐ], -ον (λι-), αυτός που τρέχει γρήγορα.