λυσιτελής: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[λυσιτελής]], -ές)<br />[[ωφέλιμος]], [[επωφελής]], [[χρήσιμος]] (α. «[[λυσιτελής]] [[επιχείρηση]]» β. «οὐδέποτ' ἄρα... λυσιτελέστερον [[ἀδικία]] δικαιοσύνης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πληρώνει τις τρέχουσες δαπάνες<br /><b>2.</b> (σπαν. για πρόσ.) [[ενεργητικός]]<br /><b>3.</b> [[φθηνός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λυσιτελῆ</i><br />τα πλεονεκτήματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λυσιτελώς]] (Α λυσιτελῶς)<br />[[κατά]] συμφέροντα τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />φθηνότερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτι</i>-<i>τελής</i>, [[δημο]]-<i>τελής</i>].
|mltxt=-ες (Α [[λυσιτελής]], -ές)<br />[[ωφέλιμος]], [[επωφελής]], [[χρήσιμος]] (α. «[[λυσιτελής]] [[επιχείρηση]]» β. «οὐδέποτ' ἄρα... λυσιτελέστερον [[ἀδικία]] δικαιοσύνης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πληρώνει τις τρέχουσες δαπάνες<br /><b>2.</b> (σπαν. για πρόσ.) [[ενεργητικός]]<br /><b>3.</b> [[φθηνός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λυσιτελῆ</i><br />τα πλεονεκτήματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λυσιτελώς]] (Α λυσιτελῶς)<br />[[κατά]] συμφέροντα τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />φθηνότερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτι</i>-<i>τελής</i>, [[δημο]]-<i>τελής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῡσιτελής:''' -ές ([[λύω]] V, [[τέλος]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πληρώνει τα οφειλόμενα, τα ἔξοδα· απ' όπου, [[χρήσιμος]], [[επωφελής]], [[ωφέλιμος]], [[επικερδής]], σε Πλάτ.· τὸ λυσιτελέστατον πρὸς [[ἀργύριον]], οτιδήποτε ήταν ωφελιμώτατο ως προς τα χρήματα, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[φθηνός]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐτελής Medium diacritics: λυσιτελής Low diacritics: λυσιτελής Capitals: ΛΥΣΙΤΕΛΗΣ
Transliteration A: lysitelḗs Transliteration B: lysitelēs Transliteration C: lysitelis Beta Code: lusitelh/s

English (LSJ)

ές, (λύω v. 2, τέλος) prop.

   A paying for expenses incurred: hence, useful, profitable, advantageous, τὸ πρᾶγμά μοι λ. Axionic.6.8; οὐδέποτ' . . -έστερον ἀδικία δικαιοσύνης Pl.R.354a, cf. 364a; ἐμπορεύματα -έστερα X.Hier.9.11; -εστάτην ζωὴν ζῆν Pl.R.344e; λυσιτελῆ advantages, Plb.4.38.8; τὸ -έστατον πρὸς ἀργύριον what was most profitable in point of money, D. 20.13; τὰ λ. καὶ ἀλυσιτελῆ πρός τι Phld.Mus.p.93 K.; κτήσεις -έστεραι Id.Oec.p.68 J.    2 cheap, X.Vect.4.30, D.H.7.37.    II rarely of persons, profitable, advantageous, Pl.Phdr.239c.    III Adv. -λῶς D.S.14.102: Sup. -έστατα Hdn.3.5.1.    2 cheaply, τοῦ δέοντος πρίασθαι -έστερον Ael.NA10.50.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιτελής: -ές, (λύω V, τέλος) κυρίως, ὁ πληρώνων τὰ γινόμενα ἔξοδα, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Πλάτ. Κρατ. 417C· ἐντεῦθεν, χρήσιμος, ὠφέλιμος, ἐπωφελής, ἐπικερδής, τὸ πρᾶγμά μοι λ. Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 1. 8· οὐδέποτ’... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης Πλάτ. Πολ. 354A, πρβλ. 364A· ἐμπορεύματα λυσιτελέστερα Ξεν. Ἱέρ. 9, 11· λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν Πλάτ. Πολ. 344E· λυσιτελῆ, πλεονεκτήματα, Πολύβ. 4. 38, 8· τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον, ὅ,τι ἦτο ὠφελιμώτατον ὡς πρὸς τὰ χρήματα, Δημ. 461. 2. 2) εὐθηνός, Ξεν. Πόροι 4, 30, Διον. Ἁλ. 7. 37. ΙΙ. σπανίως ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -λῶς, Διόδ. 14. 102· Ὑπερθ. -έστατα, Ἡρῳδιαν. 3. 5. 2) εὐθηνά, τοῦ δέοντος πρίασθαι λυσιτελέστερον Αἰλ. π. Ζ. 10. 50.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
avantageux, utile ; τὸ λυσιτελές ce qui est avantageux;
Cp. λυσιτελέστερος, Sp. λυσιτελέστατος.
Étymologie: λύω, τέλος.

Greek Monolingual

-ες (Α λυσιτελής, -ές)
ωφέλιμος, επωφελής, χρήσιμος (α. «λυσιτελής επιχείρηση» β. «οὐδέποτ' ἄρα... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που πληρώνει τις τρέχουσες δαπάνες
2. (σπαν. για πρόσ.) ενεργητικός
3. φθηνός
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λυσιτελῆ
τα πλεονεκτήματα.
επίρρ...
λυσιτελώς (Α λυσιτελῶς)
κατά συμφέροντα τρόπο
αρχ.
φθηνότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -τελής (< τέλος), πρβλ. αρτι-τελής, δημο-τελής].

Greek Monotonic

λῡσιτελής: -ές (λύω V, τέλος
1. αυτός που πληρώνει τα οφειλόμενα, τα ἔξοδα· απ' όπου, χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος, επικερδής, σε Πλάτ.· τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον, οτιδήποτε ήταν ωφελιμώτατο ως προς τα χρήματα, σε Δημ.
2. φθηνός, σε Ξεν.