λιθόβλητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[λιθόβλητος]], -ον) [[λιθοβολώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λιθοβολήθηκε<br /><b>μσν.</b><br />διακοσμημένος με λίθους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λιθοβολία]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[λιθόβλητος]], -ον) [[λιθοβολώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λιθοβολήθηκε<br /><b>μσν.</b><br />διακοσμημένος με λίθους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λιθοβολία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐθόβλητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> λιθοβολημένος, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> διακοσμημένος με πέτρες, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθόβλητος Medium diacritics: λιθόβλητος Low diacritics: λιθόβλητος Capitals: ΛΙΘΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: lithóblētos Transliteration B: lithoblētos Transliteration C: lithovlitos Beta Code: liqo/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A stone-throwing, pelting, εὐστοχίη AP9.3.    II set with stones, κεκρύφαλα ib.5.269 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 44] mit Steinen geworfen, mit Steinen besetzt; κεκρύφαλα, Paul. Sil. 17 V, 270), vgl. λιθοκόλλητος; καρύη, παισὶ λιθοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης, Plat. ep. 20 (IX, 3), ein Spiel des glücklichen Steinwurfes.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόβλητος: -ον, λιθοβόλητος, καρύην... παισὶ λιθοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης Ἀνθ. Π. 9. 3· λ. νιφετός, βροχὴ λίθων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 59˙ ὡσαύτως λιθοβλής, ὁ, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 246. ΙΙ. λιθοκόλλητος, κεκοσμημένος μὲ λίθους, κεκρύφαλον Ἀνθ. Π. 5. 270.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 parsemé de pierreries;
2 qui attaque à coups de pierres ; qui consiste en un jet de pierres.
Étymologie: λίθος, βάλλω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λιθόβλητος, -ον) λιθοβολώ
νεοελλ.
αυτός που λιθοβολήθηκε
μσν.
διακοσμημένος με λίθους
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοβολία.

Greek Monotonic

λῐθόβλητος: -ον, I. λιθοβολημένος, σε Ανθ.
II. διακοσμημένος με πέτρες, στον ίδ.