λυσίπονος: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[λυσίπονος]], -ον)<br />αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυσίπονον</i><br />[[κολλύριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δορί</i>-<i>πονος</i>, <i>παυσί</i>-<i>πονος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (AM [[λυσίπονος]], -ον)<br />αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυσίπονον</i><br />[[κολλύριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δορί</i>-<i>πονος</i>, <i>παυσί</i>-<i>πονος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῡσίπονος:''' [ῐ], -ον, αυτός που ανακουφίζει από τον μόχθο, που λυτρώνει από τον κόπο, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσίπονος Medium diacritics: λυσίπονος Low diacritics: λυσίπονος Capitals: ΛΥΣΙΠΟΝΟΣ
Transliteration A: lysíponos Transliteration B: lysiponos Transliteration C: lysiponos Beta Code: lusi/ponos

English (LSJ)

ον,

   A releasing from toil, labour-lightening, θεράποντες Pi.P.4.41; λ. τελευτά death that frees from care, Id.Fr.131.1.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίπονος: -ον, ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ κόπου, ἀνακουφίζων τὸν κόπον, θεράποντες Πινδ. Π. 4. 72· λ. τελευτά, ὁ θάνατος ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ φροντίδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui délivre des chagrins ou des soucis (mort, sommeil, etc.).
Étymologie: λύω, πόνος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λυσίπονος, -ον)
αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυσίπονον
κολλύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + πόνος (πρβλ. δορί-πονος, παυσί-πονος)].

Greek Monotonic

λῡσίπονος: [ῐ], -ον, αυτός που ανακουφίζει από τον μόχθο, που λυτρώνει από τον κόπο, σε Πίνδ.