λωποδυτέω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> voler un manteau, un habit, détrousser;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> piller, voler.<br />'''Étymologie:''' [[λωποδύτης]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> voler un manteau, un habit, détrousser;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> piller, voler.<br />'''Étymologie:''' [[λωποδύτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λωποδῠτέω:''' μέλ. <i>λωποδυτήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κλέβω]] τα ρούχα, [[κυρίως]] από λουόμενους ή ταξιδιώτες, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[κλέβω]], [[ληστεύω]], [[αρπάζω]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωποδῠτέω Medium diacritics: λωποδυτέω Low diacritics: λωποδυτέω Capitals: ΛΩΠΟΔΥΤΕΩ
Transliteration A: lōpodytéō Transliteration B: lōpodyteō Transliteration C: lopodyteo Beta Code: lwpodute/w

English (LSJ)

   A steal clothes, esp. from bathers or travellers, Pl.R.575b, X.Mem.1.2.62, Arist. Pol.1267a4; λ. ἐσθῆτα Luc.Bis Acc.34; λ. τινὰ ἐσθῆτα Philostr.VA 8.7.    II generally, rob, plunder, Ar.Ec.565,Pl.165, Diph.32.14, LXX IEs.4.24: c. acc. pers., Ar.Ra.1075, D.9.22; of plagiarists, λ. Ὅμηρον AP11.130 (Poll.).

Greek (Liddell-Scott)

λωποδῠτέω: κλέπτω τὰ ἐνδύματα, ἰδίως τῶν λουομένων ἢ ὁδοιπορούντων, Πλάτ. Πολ. 575Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 62, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 11˙ λ. ἐσθῆτα Λουκ. Δὶς Κατηγ. 34. ΙΙ. καθόλου, κλέπτω, λῃστεύω, διαρπάζω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 569, Πλ. 165˙ ― μετ’ αἰτ. προσ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 1075, Δημ. 116. 19˙ ἐπὶ τῶν ἀσκούντων λογοκλοπίαν, τὸν Ὅμηρον ἀναιδῶς λωποδυτοῦσιν Ἀνθ. Π. 11. 130.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 voler un manteau, un habit, détrousser;
2 p. ext. piller, voler.
Étymologie: λωποδύτης.

Greek Monotonic

λωποδῠτέω: μέλ. λωποδυτήσω,
I. κλέβω τα ρούχα, κυρίως από λουόμενους ή ταξιδιώτες, σε Πλάτ., Ξεν.
II. γενικά, κλέβω, ληστεύω, αρπάζω, σε Αριστοφ.