μελίτωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[μελίτωμα]]) [[μελιτώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φαρμ.)</b> [[σιρόπι]] το οποίο περιέχει [[μέλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πίτα]] που περιέχει [[μέλι]], [[μελόπιτα]].
|mltxt=το (Α [[μελίτωμα]]) [[μελιτώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φαρμ.)</b> [[σιρόπι]] το οποίο περιέχει [[μέλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πίτα]] που περιέχει [[μέλι]], [[μελόπιτα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελίτωμα:''' -ατος, τό ([[μελιτόομαι]]), [[πίτα]] ζυμωμένη με [[μέλι]], σε Βατραχομ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐτωμα Medium diacritics: μελίτωμα Low diacritics: μελίτωμα Capitals: ΜΕΛΙΤΩΜΑ
Transliteration A: melítōma Transliteration B: melitōma Transliteration C: melitoma Beta Code: meli/twma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A honey-cake, Batr.39, Philet. ap. Ath. 14.646d, Archig. ap. Orib.8.1.7.

German (Pape)

[Seite 125] τό, Honiggebäck, Batrach. 39; Philet. bei Ath. XIV, 646 c wird es πεπεμμένα erkl.

Greek (Liddell-Scott)

μελίτωμα: τό, πέμμα, πλακοῦς μετὰ μέλιτος, Βατραχομυομ. 39, Φιλητ. παρ’ Ἀθην. 646D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gâteau au miel.
Étymologie: μελιτόω.

Greek Monolingual

το (Α μελίτωμα) μελιτώ
νεοελλ.
(φαρμ.) σιρόπι το οποίο περιέχει μέλι
αρχ.
πίτα που περιέχει μέλι, μελόπιτα.

Greek Monotonic

μελίτωμα: -ατος, τό (μελιτόομαι), πίτα ζυμωμένη με μέλι, σε Βατραχομ.