μεσίδιος: Difference between revisions
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεσίδιος]], ποιητ. τ. [[μεσσίδιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[μέσο]], ο [[μεσαίος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δικαστής]] [[μεσίδιος]]» — ο [[μεσίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ορθρ</i>-[[ίδιος]], <i>πτερ</i>-[[ίδιος]]). Για τον τ. με δύο -<i>σ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[μέσος]]. | |mltxt=[[μεσίδιος]], ποιητ. τ. [[μεσσίδιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[μέσο]], ο [[μεσαίος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δικαστής]] [[μεσίδιος]]» — ο [[μεσίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ορθρ</i>-[[ίδιος]], <i>πτερ</i>-[[ίδιος]]). Για τον τ. με δύο -<i>σ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[μέσος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεσίδιος:''' [σῐδ], ποιητ. μεσσ-, -α, -ον, = [[μέσος]], δικαστὴς [[μεσίδιος]] = [[μεσίτης]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A = μέσος, [δικαστὴς] μ., = μεσίτης, Arist.EN 1132a23; ἄρχων μ. Id.Pol.1306a28.
German (Pape)
[Seite 138] poet, μεσσίδιος, in der Mitte stehend, vermittelnd, Arist. Pol. 5, 6, δικασταί Eth. 5, 4; die poet. Form führt Hesych. an.
Greek (Liddell-Scott)
μεσίδιος: [σῐδ] ποιητ. μεσσ-, α, ον, = μέσος, δικαστής μ. = μεσίτης, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 7· ἄρχων μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 6, 13· ἰδὲ Λοβεκ. Φρύνιχ. 121.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
médiateur, arbitre.
Étymologie: μέσος, -ίδιος.
Greek Monolingual
μεσίδιος, ποιητ. τ. μεσσίδιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στο μέσο, ο μεσαίος
2. φρ. «δικαστής μεσίδιος» — ο μεσίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. ορθρ-ίδιος, πτερ-ίδιος). Για τον τ. με δύο -σ- βλ. λ. μέσος.
Greek Monotonic
μεσίδιος: [σῐδ], ποιητ. μεσσ-, -α, -ον, = μέσος, δικαστὴς μεσίδιος = μεσίτης, σε Αριστ.