μιτοεργός: Difference between revisions

From LSJ

νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers

Source
(25)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μιτοεργός]], -όν (Α)<br />(για το [[αδράχτι]]) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την [[κλωστή]] του στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[λιθο]]-<i>εργός</i>].
|mltxt=[[μιτοεργός]], -όν (Α)<br />(για το [[αδράχτι]]) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την [[κλωστή]] του στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[λιθο]]-<i>εργός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῐτοεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που επεξεργάζεται την [[κλωστή]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐτοεργός Medium diacritics: μιτοεργός Low diacritics: μιτοεργός Capitals: ΜΙΤΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: mitoergós Transliteration B: mitoergos Transliteration C: mitoergos Beta Code: mitoergo/s

English (LSJ)

όν,

   A working the thread, AP6.289 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

μῐτοεργός: -όν, ὁ ἐργαζόμενος τὸν μίτον, τὴν κλωστήν, ἐπὶ τῆς ἀτράκτου, Ἀνθ. Π. 6. 289.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui travaille le fil.
Étymologie: μίτος, ἔργον.

Greek Monolingual

μιτοεργός, -όν (Α)
(για το αδράχτι) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την κλωστή του στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίτος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός].

Greek Monotonic

μῐτοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που επεξεργάζεται την κλωστή, σε Ανθ.