μυοπάρων: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[μυοπάρων]], -ωνος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[τύπος]] δίστηλου ιστιοφόρου πλοίου του παλαιού ναυτικού με πρωραίο [[πέτασμα]] που μοιάζει με το [[πέτασμα]] του πάρωνα, [[αλλά]] [[χωρίς]] σταυρωτή [[κεραία]] στον πρυμναίο ιστό, κν. γολετόμπρικο, [[σκούνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ελαφρού πειρατικού πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[πάρων]] «δίστηλο ιστιοφόρο [[πλοίο]]»]. | |mltxt=ο (Α [[μυοπάρων]], -ωνος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[τύπος]] δίστηλου ιστιοφόρου πλοίου του παλαιού ναυτικού με πρωραίο [[πέτασμα]] που μοιάζει με το [[πέτασμα]] του πάρωνα, [[αλλά]] [[χωρίς]] σταυρωτή [[κεραία]] στον πρυμναίο ιστό, κν. γολετόμπρικο, [[σκούνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ελαφρού πειρατικού πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[πάρων]] «δίστηλο ιστιοφόρο [[πλοίο]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μυοπάρων:''' -ωνος, ὁ, ελαφρό [[σκάφος]], που κατά κανόνα το χρησιμοποιούσαν οι πειρατές, σε Πλούτ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ωνος, ὁ,
A light pirate boat, Id.Ant. 35, App.Mith.92; Lat. myoparo, Cic.Verr.2.1.34.86, Gell.10.25.5, CIL8.27790 (Althiburos).
German (Pape)
[Seite 218] ωνος, ὁ, ein leichtes Seeräuber- oder Kaperschiff, Plut. Anton. 35; vgl. Cic. Verr. II, 1, 34.
Greek (Liddell-Scott)
μυοπάρων: -ωνος, ὁ, ἐλαφρὸν πειρατικὸν πλοῖον, Πλουτ. Ἀντ. 35, Ἀππ. Μιθρ. 92· myoparo ἐν Κικ. Verr. 2. 1, 34.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
vaisseau léger de pirate, brigantin.
Étymologie: μῦς, παρών.
Greek Monolingual
ο (Α μυοπάρων, -ωνος)
νεοελλ.
ναυτ. τύπος δίστηλου ιστιοφόρου πλοίου του παλαιού ναυτικού με πρωραίο πέτασμα που μοιάζει με το πέτασμα του πάρωνα, αλλά χωρίς σταυρωτή κεραία στον πρυμναίο ιστό, κν. γολετόμπρικο, σκούνα
αρχ.
είδος ελαφρού πειρατικού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + πάρων «δίστηλο ιστιοφόρο πλοίο»].
Greek Monotonic
μυοπάρων: -ωνος, ὁ, ελαφρό σκάφος, που κατά κανόνα το χρησιμοποιούσαν οι πειρατές, σε Πλούτ. (άγν. προέλ.).