μᾶλον: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
(24)
(5)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=μᾱλον, τὸ (Α)<br />(δωρ.τ.) <b>βλ.</b> [[μήλον]].
|mltxt=μᾱλον, τὸ (Α)<br />(δωρ.τ.) <b>βλ.</b> [[μήλον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾶλον:''' τό, Δωρ. αντί [[μῆλον]].
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 91] τό, dor. = μῆλον, Pind.

Greek (Liddell-Scott)

μᾶλον: τό, Δωρ. ἀντὶ μῆλον.

French (Bailly abrégé)

dor. c. μῆλον¹.

English (Slater)

μᾱλον
   1 apple met., test., Libanius, ep. 36. 1, Πίνδαρός πού φησιν εἶναι μάλων χρυσῶν φύλαξ, τὰ δ' εἶναι Μουσῶν καὶ τούτων ἄλλοτε ἄλλοις νέμειν (μήλων codd.: corr. Boeckh) fr. 288.

Greek Monolingual

μᾱλον, τὸ (Α)
(δωρ.τ.) βλ. μήλον.

Greek Monotonic

μᾶλον: τό, Δωρ. αντί μῆλον.