μυθολογεύω: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυθολογεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διηγούμαι]] διεξοδικώς μια [[ιστορία]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[διηγούμαι]], [[λέγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[μυθολογώ]] <span style="color: red;"><</span> [[μυθολόγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύω</i> για μετρικούς λόγους].
|mltxt=[[μυθολογεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διηγούμαι]] διεξοδικώς μια [[ιστορία]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[διηγούμαι]], [[λέγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[μυθολογώ]] <span style="color: red;"><</span> [[μυθολόγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύω</i> για μετρικούς λόγους].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῡθολογεύω:''' μόνο σε ενεστ., [[αφηγούμαι]] [[λεπτομερώς]], [[λέξη]] προς [[λέξη]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθολογεύω Medium diacritics: μυθολογεύω Low diacritics: μυθολογεύω Capitals: ΜΥΘΟΛΟΓΕΥΩ
Transliteration A: mythologeúō Transliteration B: mythologeuō Transliteration C: mythologeyo Beta Code: muqologeu/w

English (LSJ)

   A tell word for word, τινί τι Od.12.450; εἰρημένα μ. ib.453: generally, relate, Ps.-Phoc.68, prob. rest. in Sapph.Supp. 7.4.

German (Pape)

[Seite 214] eine Geschichte lang, ausführlich hererzählen, Od. 12, 450. 453, τί σοὶ τάδε μυθολογεύω, Archestrat. bei Ath. VII, 278 b.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθολογεύω: διηγοῦμαι λεπτομερῶς, τί τοι τάδε μυθολογεύω; Ὀδ. Μ. 450, 453· καθόλου, διηγοῦμαι, Ψευδο-Φωκυλ. 24.

French (Bailly abrégé)

raconter mot pour mot, en détail.
Étymologie: μυθολόγος.

Greek Monolingual

μυθολογεύω (Α)
1. διηγούμαι διεξοδικώς μια ιστορία
2. (γενικά) διηγούμαι, λέγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του μυθολογώ < μυθολόγος + κατάλ. -εύω για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

μῡθολογεύω: μόνο σε ενεστ., αφηγούμαι λεπτομερώς, λέξη προς λέξη, σε Ομήρ. Οδ.