νηπίαχος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηπίαχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[νηπιώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[νηπίαχος]]<br />το [[νήπιο]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>νηπίαχα</i><br />με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα («νηπίαχα φρονέων», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. [[εκφραστικός]] τ. του [[νήπιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αχος</i> (<b>πρβλ.</b> [[στόμαχος]]: [[στόμα]], [[ουραχός]]: [[ούρον]])].
|mltxt=[[νηπίαχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[νηπιώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[νηπίαχος]]<br />το [[νήπιο]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>νηπίαχα</i><br />με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα («νηπίαχα φρονέων», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. [[εκφραστικός]] τ. του [[νήπιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αχος</i> (<b>πρβλ.</b> [[στόμαχος]]: [[στόμα]], [[ουραχός]]: [[ούρον]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νηπίᾰχος:''' -ον, Επικ. υποκορ. του [[νήπιος]], [[βρεφικός]], [[παιδικός]], [[νηπιώδης]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐᾰχος Medium diacritics: νηπίαχος Low diacritics: νηπίαχος Capitals: ΝΗΠΙΑΧΟΣ
Transliteration A: nēpíachos Transliteration B: nēpiachos Transliteration C: nipiachos Beta Code: nhpi/axos

English (LSJ)

ον, Ep. Dim. of νήπιος,

   A childish, infantine, Il.2.338, 6.408, 16.262, Lyr.Alex.Adesp.36.13 (Mesom.(?)); Ἔρως Bion Fr.7.2; νηπίαχα φρονέων Opp.H.5.403; of animals, Id.C. 1.444, al.: as Subst. νηπίαχος, ὁ, child, IG12(7).445 (Amorgos), Opp. C.3.211.

Greek (Liddell-Scott)

νηπίᾰχος: -ον, Ἐπικ. ὑποκορ. τοῦ νήπιος (πρβλ. νηπύτιος), νηπιώδης, Ἰλ. Β. 338, Ζ. 408, Π. 262, Βίων 3. 2, κτλ.· - περὶ τῆς καταλήξεως πρβλ. ὀρτάλιχος, βόστρυχος, κτλ., Κουρτ. Gr. Et. σ. 655.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
tout jeune enfant.
Étymologie: νήπιος.

English (Autenrieth)

νήπιος. (Il.)

Greek Monolingual

νηπίαχος, -ον (Α)
1. νηπιώδης
2. το αρσ. ως ουσ. νηπίαχος
το νήπιο
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) νηπίαχα
με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα («νηπίαχα φρονέων», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. του νήπιος + κατάλ. -αχος (πρβλ. στόμαχος: στόμα, ουραχός: ούρον)].

Greek Monotonic

νηπίᾰχος: -ον, Επικ. υποκορ. του νήπιος, βρεφικός, παιδικός, νηπιώδης, σε Ομήρ. Ιλ.