ξιφουλκός: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξιφουλκός]], -όν (Α)<br />αυτός που σύρει το [[ξίφος]] από τη [[θήκη]], που ξεσπαθώνει («ξιφουλκῷ χειρί», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιθ</i>-<i>ουλκός</i>, <i>τοξ</i>-<i>ουλκός</i>].
|mltxt=[[ξιφουλκός]], -όν (Α)<br />αυτός που σύρει το [[ξίφος]] από τη [[θήκη]], που ξεσπαθώνει («ξιφουλκῷ χειρί», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιθ</i>-<i>ουλκός</i>, <i>τοξ</i>-<i>ουλκός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξῐφουλκός:''' -όν ([[ἕλκω]]), αυτός που τραβάει, που σύρει το [[ξίφος]] από τη [[θήκη]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφουλκός Medium diacritics: ξιφουλκός Low diacritics: ξιφουλκός Capitals: ΞΙΦΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: xiphoulkós Transliteration B: xiphoulkos Transliteration C: ksifoulkos Beta Code: cifoulko/s

English (LSJ)

όν, (ἕλκω)

   A drawing a sword, χείρ A.Eu.592.

German (Pape)

[Seite 280] das Schwert ziehend, χείρ, Aesch. Eum. 562.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ σύρων τὸ ξίφος, χεὶρ Αἰσχύλ. Εὐμ. 592.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui tire l’épée.
Étymologie: ξίφος, ἕλκω.

Greek Monolingual

ξιφουλκός, -όν (Α)
αυτός που σύρει το ξίφος από τη θήκη, που ξεσπαθώνει («ξιφουλκῷ χειρί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθ-ουλκός, τοξ-ουλκός].

Greek Monotonic

ξῐφουλκός: -όν (ἕλκω), αυτός που τραβάει, που σύρει το ξίφος από τη θήκη, σε Αισχύλ.