νικήεις: Difference between revisions
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
(27) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νικήεις]], δωρ. τ. [[νικάεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που νικά ή που νίκησε, ο [[νικητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> / -<i>ᾱεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φθογγ</i>-<i>ήεις</i>)]. | |mltxt=[[νικήεις]], δωρ. τ. [[νικάεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που νικά ή που νίκησε, ο [[νικητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> / -<i>ᾱεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φθογγ</i>-<i>ήεις</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νῑκήεις:''' Δωρ. [[νικάεις]], [ᾶ], -εσσα, -εν, αυτός που νικά, [[νικητής]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. νικ-άεις [ᾱ], εσσα, εν,
A conquering, AP 7.428.5 (Mel.).
Greek (Liddell-Scott)
νῑκήεις: Δωρ. νικάεις, εσσα, εν, ὁ νικῶν, Ἀνθ. Π. 7. 428.
Greek Monolingual
νικήεις, δωρ. τ. νικάεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που νικά ή που νίκησε, ο νικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. -ήεις / -ᾱεις (πρβλ. φθογγ-ήεις)].
Greek Monotonic
νῑκήεις: Δωρ. νικάεις, [ᾶ], -εσσα, -εν, αυτός που νικά, νικητής, σε Ανθ.