νυκτερευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτερευτικός]], -ή, -όν (Α) [[νυκτερεύω]]<br />[[κατάλληλος]] για νυχτερινό [[κυνήγι]] («νυκτερευτικοὶ κύνες, <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=[[νυκτερευτικός]], -ή, -όν (Α) [[νυκτερεύω]]<br />[[κατάλληλος]] για νυχτερινό [[κυνήγι]] («νυκτερευτικοὶ κύνες, <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''νυκτερευτικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] για [[κυνήγι]] τη [[νύχτα]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερευτικός Medium diacritics: νυκτερευτικός Low diacritics: νυκτερευτικός Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nyktereutikós Transliteration B: nyktereutikos Transliteration C: nyktereftikos Beta Code: nuktereutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for hunting by night, κύνες X.Mem.3.11.8.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερευτικός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος πρὸς τὴν διὰ νυκτὸς θήραν, κύων Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à chasser la nuit.
Étymologie: νυκτερεύω.

Greek Monolingual

νυκτερευτικός, -ή, -όν (Α) νυκτερεύω
κατάλληλος για νυχτερινό κυνήγι («νυκτερευτικοὶ κύνες, Ξεν.).

Greek Monotonic

νυκτερευτικός: -ή, -όν, κατάλληλος για κυνήγι τη νύχτα, σε Ξεν.