οἰακοστρόφος: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[οἰακοστρόφος]])<br /><b>1.</b> αυτός που χειρίζεται τον οίακα, ο [[πηδαλιούχος]], ο [[τιμονιέρης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διαχειρίζεται τα κοινά με σωστό τρόπο, [[άξιος]] [[κυβερνήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴαξ]], -<i>ακος</i> «[[τιμόνι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]])]. | |mltxt=ο (Α [[οἰακοστρόφος]])<br /><b>1.</b> αυτός που χειρίζεται τον οίακα, ο [[πηδαλιούχος]], ο [[τιμονιέρης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διαχειρίζεται τα κοινά με σωστό τρόπο, [[άξιος]] [[κυβερνήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴαξ]], -<i>ακος</i> «[[τιμόνι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰακοστρόφος:''' ὁ ([[στρέφω]]), = [[οἰακονόμος]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = οἰακονόμος, Pi.I.4(3).71(89), A.Th.62, E.Med.523 ; ἀνάγκης οἰ. A.Pr.515, etc.
Greek (Liddell-Scott)
οἰᾱκοστρόφος: ὁ, = οἰακονόμος, Πινδ. Ι. 4. 121, Αἰσχύλ. Θήβ. 62, Εὐρ. Μήδ. 524· οἰακ. ἀνάγκης Αἰσχύλ. Πρ. 515, κλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dirige (propr. qui fait tourner) le gouvernail.
Étymologie: οἴαξ, στρέφω.
English (Slater)
οἰακοστρόφος
1 guiding the tiller met. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ sc. of the trainer Orseas (I. 4.71)
Greek Monolingual
ο (Α οἰακοστρόφος)
1. αυτός που χειρίζεται τον οίακα, ο πηδαλιούχος, ο τιμονιέρης
2. μτφ. αυτός που διαχειρίζεται τα κοινά με σωστό τρόπο, άξιος κυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «τιμόνι» + -στροφός (< στρέφω)].
Greek Monotonic
οἰακοστρόφος: ὁ (στρέφω), = οἰακονόμος, σε Αισχύλ., Ευρ.