ὁμίχλη: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(Bailly1_4)
(5)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />vapeur humide, brouillard, brume.<br />'''Étymologie:''' ὀ- prosth. et R. Μιχ, être humide.
|btext=ης (ἡ) :<br />vapeur humide, brouillard, brume.<br />'''Étymologie:''' ὀ- prosth. et R. Μιχ, être humide.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμίχλη:''' ἡ, Ιων. [[ὀμίχλη]], Δωρ. ὁμίχλα,<br /><b class="num">1.</b> [[ομίχλη]], [[καταχνιά]] (όχι τόσο πυκνή όσο τα [[νέφος]], [[νεφέλη]]), σε Ομήρ. Ιλ.· κονίης [[ὀμίχλη]], [[σύννεφο]] σκόνης, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ομίχλη]] γύρω από τα μάτια, σε Αισχύλ.· σκοτεινιά, [[σκότος]], [[ζόφος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 332] ἡ, ion. u. ep. ὀμίχλη, Nebel, dicke, trübe Nebelluft; εὖτ' ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὀμίχλην, Il. 3, 10, vgl. 17, 649; auch ἀνέδυ πολιῆς ἁλὸς ἠΰτ' ὀμίχλη, 1, 359, u. κονίης μεγάλην ἱστᾶσιν ὀμίχλην, große Staubwolke, 13, 336; ἐμοῖσιν ὄσσοις ὁμίχλη προσῇξε πλήρης δακρύων, Aesch. Prom. 145; Ar. Equ. 800; ὁ θολερώτατος ἀὴρ ὁμίχλη τε καὶ σκότος, Plat. Tim. 58 d; ἢ καπνός, 66 e; καὶ ὁ ἀήρ, Phaed. 109 b; ὁμίχλη ἐγένετο, Xen. An. 4, 2, 7; Sp., wie Luc. catapl. 2; vom Bratenduft, Mnesim. Ath. IX, 403 d.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
vapeur humide, brouillard, brume.
Étymologie: ὀ- prosth. et R. Μιχ, être humide.

Greek Monotonic

ὁμίχλη: ἡ, Ιων. ὀμίχλη, Δωρ. ὁμίχλα,
1. ομίχλη, καταχνιά (όχι τόσο πυκνή όσο τα νέφος, νεφέλη), σε Ομήρ. Ιλ.· κονίης ὀμίχλη, σύννεφο σκόνης, στο ίδ.
2. μεταφ., ομίχλη γύρω από τα μάτια, σε Αισχύλ.· σκοτεινιά, σκότος, ζόφος, σε Ανθ.