ὁμόκαπος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(28) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμόκαπος]], ὁ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>οἱ [[ὁμόκαποι]]<br />συνδαιτημόνες, ομοτράπεζοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κάπη]] «[[φάτνη]], [[θέση]] για [[τροφή]] ζώων»]. | |mltxt=[[ὁμόκαπος]], ὁ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>οἱ [[ὁμόκαποι]]<br />συνδαιτημόνες, ομοτράπεζοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κάπη]] «[[φάτνη]], [[θέση]] για [[τροφή]] ζώων»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμόκᾰπος:''' -ον ([[κάπη]]), [[ομοτράπεζος]], συνδαιτημόνας, στον Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 337] (κάπη), zusammen essend, zusammen lebend, Epimenid. bei Arist. pol. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόκᾰπος: -ον, (κάπη) ὁ ὁμοῦ τρώγων, Ἐπιμενίδ. ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 5· ἕτεροι προτιμῶσιν ὁμόκαπνος, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ καπνῷ, ἢ παρὰ τὴν αὐτὴν ἑστίαν, ὁ ὁμοῦ ζῶν, ἴδε Göttling σ. 479. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 173.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compagnon de crèche, càd de table.
Étymologie: ὁμός, κάπη.
Greek Monolingual
ὁμόκαπος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ ὁμόκαποι
συνδαιτημόνες, ομοτράπεζοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κάπη «φάτνη, θέση για τροφή ζώων»].
Greek Monotonic
ὁμόκᾰπος: -ον (κάπη), ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, στον Αριστ.