ὁμόσκευος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμόσκευος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] πολεμική [[σκευή]] με κάποιον [[άλλο]], ο εξοπλισμένος [[κατά]] τον ίδιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκευος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκευή]] «[[ενδυμασία]], [[εξάρτυση]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ομοιό</i>-<i>σκευος</i>].
|mltxt=[[ὁμόσκευος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] πολεμική [[σκευή]] με κάποιον [[άλλο]], ο εξοπλισμένος [[κατά]] τον ίδιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκευος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκευή]] «[[ενδυμασία]], [[εξάρτυση]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ομοιό</i>-<i>σκευος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόσκευος:''' -ον ([[σκευή]]), αυτός που είναι εξοπλισμένος με τον ίδιο τρόπο, αυτός που έχει τον ίδιο οπλισμό, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόσκευος Medium diacritics: ὁμόσκευος Low diacritics: ομόσκευος Capitals: ΟΜΟΣΚΕΥΟΣ
Transliteration A: homóskeuos Transliteration B: homoskeuos Transliteration C: omoskevos Beta Code: o(mo/skeuos

English (LSJ)

ον,

   A equipped in the same way, Th.2.96,3.95 ; f.l. for ὁμόσκηνος, X.Cyr. (2.1.25)ap.D.H.Rh.8.11.

German (Pape)

[Seite 340] gleich gerüstet, gekleidet; Thuc. 2, 96. 3, 95; Luc. Tox. 51.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόσκευος: -ον, ὁ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ὡπλισμένος, ἔχων τὸν αὐτὸν ὁπλισμόν, Θουκ. 2. 96., 3. 95.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
équipé ou vêtu de la même manière.
Étymologie: ὁμός, σκευή.

Greek Monolingual

ὁμόσκευος, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια πολεμική σκευή με κάποιον άλλο, ο εξοπλισμένος κατά τον ίδιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -σκευος (< σκευή «ενδυμασία, εξάρτυση»), πρβλ. ομοιό-σκευος].

Greek Monotonic

ὁμόσκευος: -ον (σκευή), αυτός που είναι εξοπλισμένος με τον ίδιο τρόπο, αυτός που έχει τον ίδιο οπλισμό, σε Θουκ.