ὀρσολοπεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρσολοπεύω]] ή ὀρσολοπῶ, -έω (Α) [[ορσόλοπος]]<br />[[προκαλώ]] την [[οργή]] κάποιου, [[ταράζω]], [[διεγείρω]] [[ερεθίζω]] κάποιον.
|mltxt=[[ὀρσολοπεύω]] ή ὀρσολοπῶ, -έω (Α) [[ορσόλοπος]]<br />[[προκαλώ]] την [[οργή]] κάποιου, [[ταράζω]], [[διεγείρω]] [[ερεθίζω]] κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρσολοπεύω:''' ή -έω, [[ερεθίζω]], [[προκαλώ]], σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., <i>θυμὸςὀρσολοπεῖται</i>, η [[καρδιά]] μου ταράζεται, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρσολοπεύω Medium diacritics: ὀρσολοπεύω Low diacritics: ορσολοπεύω Capitals: ΟΡΣΟΛΟΠΕΥΩ
Transliteration A: orsolopeúō Transliteration B: orsolopeuō Transliteration C: orsolopeyo Beta Code: o)rsolopeu/w

English (LSJ)

or ὀρσολοπ-έω,

   A irritate, provoke, c. acc., ἦ με βοῶν ἕνεχ' ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις; h.Merc.308; ὀρσολοπεύει μύθῳ ὀνειδείῳ Max. 107:—Pass., ὀρσολοπεῖται θυμός my heart is troubled, A.Pers.10 (anap.).

German (Pape)

[Seite 387] u. ὀρσολοπέω, reizen, kränken, anfeinden, anfallen, τινά, ἦ με βοῶν ἕνεχ' ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις, H. h. Merc. 308; Phot. erkl. πολεμεῖν, λοιδορεῖν. – Pass., ὀρσολοπεῖται θυμὸς ἔσωθεν, Aesch. Pers. 10 (v. l. ὀρσοπολεῖται), was Hesych. erkl. διαπολεμεῖται, ταράσσεται. Von

Greek (Liddell-Scott)

ὀρσολοπεύω: ἢ -έω, ἐξερεθίζω, μετ’ αἰτ., ἦ με βοῶν ἕνεχ’ ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 308· μύθῳ ὀνειδείῳ ὀρσολοπεύει Μάξιμ. Τύρ. 107. - Παθ., θυμὸς ὀρσολοπεῖται, ἡ καρδία μου ταράσσεται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 10.

French (Bailly abrégé)

assaillir, harceler, tourmenter.
Étymologie: ὀρσόλοπος.

Greek Monolingual

ὀρσολοπεύω ή ὀρσολοπῶ, -έω (Α) ορσόλοπος
προκαλώ την οργή κάποιου, ταράζω, διεγείρω ερεθίζω κάποιον.

Greek Monotonic

ὀρσολοπεύω: ή -έω, ερεθίζω, προκαλώ, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., θυμὸςὀρσολοπεῖται, η καρδιά μου ταράζεται, σε Αισχύλ.