ὀξυντήρ: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξυντήρ]], ἡ (ΑΜ)<br />(για [[μαχαιρίδιο]]) αυτός που οξύνει, που καθιστά [[κάτι]] οξύ, που ακονίζει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀξύνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξυραν</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=[[ὀξυντήρ]], ἡ (ΑΜ)<br />(για [[μαχαιρίδιο]]) αυτός που οξύνει, που καθιστά [[κάτι]] οξύ, που ακονίζει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀξύνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξυραν</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀξυντήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που χρησιμοποιείται για να κάνει [[κάτι]] οξύ, αιχμηρό, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξυντήρ Medium diacritics: ὀξυντήρ Low diacritics: οξυντήρ Capitals: ΟΞΥΝΤΗΡ
Transliteration A: oxyntḗr Transliteration B: oxyntēr Transliteration C: oksyntir Beta Code: o)cunth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A sharpener, δονακήων, i.e.a penknife, AP6.64 (Paul.Sil.), cf. Aq.Jb.41.22.

German (Pape)

[Seite 353] ῆρος, ὁ, der Schärfer, spitz machend, πλατὺς – καλάμων, vom Federmesser, Paul. Sil. 50 (VI, 64).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυντήρ: ὁ, ὁ ποιῶν τι ὀξύ, ὁ ὀξύνων, ὀξ. δονακήων, δηλ. μαχαίριον, Ἀνθ. Π. 6. 64.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
instrument pour tailler en pointe.
Étymologie: ὀξύνω.

Greek Monolingual

ὀξυντήρ, ἡ (ΑΜ)
(για μαχαιρίδιο) αυτός που οξύνει, που καθιστά κάτι οξύ, που ακονίζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. ξυραν-τήρ)].

Greek Monotonic

ὀξυντήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που χρησιμοποιείται για να κάνει κάτι οξύ, αιχμηρό, σε Ανθ.