ὀνηλάτης: Difference between revisions
From LSJ
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ὀνηλάτης]] και [[ὀνελάτης]] και ὀνολάτης)<br />[[οδηγός]] όνων, [[ονηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξεν</i>-<i>ηλάτης</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |mltxt=ο (Α [[ὀνηλάτης]] και [[ὀνελάτης]] και ὀνολάτης)<br />[[οδηγός]] όνων, [[ονηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξεν</i>-<i>ηλάτης</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀνηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐλαύνω]]), αυτός που οδηγεί, που κατευθύνει την [[πορεία]] των γαϊδάρων, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, (ἐλαύνω)
A donkeydriver, Archipp.44, D.42.7, Crates Theb. ap. D.L.6.92, PLond.1.131.30 (i A. D.), Gal.10.134, etc.
German (Pape)
[Seite 346] ὁ, der Eseltreiber; Dem. 42, 7; Luc. Asin. 29 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἐλαύνων, ὁδηγῶν ὄνους, κοινῶς «γαϊδουργιάρης», Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2, Δημ. 1040, ἐν τέλ, Κράτης παρὰ Διογ. Λ. 6. 92.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ânier.
Étymologie: ὄνος, ἐλαύνω.
Greek Monolingual
ο (Α ὀνηλάτης και ὀνελάτης και ὀνολάτης)
οδηγός όνων, ονηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ξεν-ηλάτης. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
ὀνηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί, που κατευθύνει την πορεία των γαϊδάρων, σε Δημ.