πανίμερος: Difference between revisions
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> εξαιρετικά [[αξιέραστος]], πολύ [[αγαπητός]]<br /><b>2.</b> αυτός που φλέγεται από [[επιθυμία]], που επιθυμεί σφοδρά [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἵμερος]] «[[πόθος]], [[επιθυμία]]» (<b>πρβλ.</b> <i>εφ</i>-[[ίμερος]])]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> εξαιρετικά [[αξιέραστος]], πολύ [[αγαπητός]]<br /><b>2.</b> αυτός που φλέγεται από [[επιθυμία]], που επιθυμεί σφοδρά [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἵμερος]] «[[πόθος]], [[επιθυμία]]» (<b>πρβλ.</b> <i>εφ</i>-[[ίμερος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πᾰνίμερος:''' [ῑ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[αγαπητός]] σε όλους, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που φλέγεται από [[επιθυμία]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ον,
A all-lovely, prob. in Man.5.78. II burning with desire, ardent, prob. in S.Tr.660 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 460] ganz, sehr ersehnt, reizend; Christod. ecphr. 169; Maneth. 5, 78.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνίμερος: -ον, ὅλως ἐράσμιος, ἀγαπητός, Ἀνθολ. Π. 2. 169, πιθαν. γραφὴ παρὰ Μανέθωνι 5. 78. ΙΙ. ὁ πλήρης ἐπιθυμίας, φλεγόμενος ὑπὸ ἐπιθυμίας, σφόδρα ἐπιθυμῶν, ὅρα πανήμερος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est tout désir, plein d’amour.
Étymologie: πᾶν, ἵμερος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. εξαιρετικά αξιέραστος, πολύ αγαπητός
2. αυτός που φλέγεται από επιθυμία, που επιθυμεί σφοδρά κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἵμερος «πόθος, επιθυμία» (πρβλ. εφ-ίμερος)].
Greek Monotonic
πᾰνίμερος: [ῑ], -ον,
I. αγαπητός σε όλους, σε Ανθ.
II. αυτός που φλέγεται από επιθυμία, σε Σοφ.