παραθερμαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan

Menander, Monostichoi, 415
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[παράθερμος]]<br />(νεο<br />ελλ.) [[θερμαίνω]] [[πάρα]] πολύ, [[παραζεσταίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε [[διάθεση]], σε [[κέφι]], [[φαιδρύνω]] («[[οἶνος]] παραθερμαίνει τὴν ψυχήν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γίνομαι]] [[ευερέθιστος]] («οὐ κατάσχοιμι τὴν ὕβριν ἀλλὰ παραθερμανθείς.... ἕλκοιμι τῶν τριχῶν», Αισχίν.).
|mltxt=ΝΑ [[παράθερμος]]<br />(νεο<br />ελλ.) [[θερμαίνω]] [[πάρα]] πολύ, [[παραζεσταίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε [[διάθεση]], σε [[κέφι]], [[φαιδρύνω]] («[[οἶνος]] παραθερμαίνει τὴν ψυχήν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γίνομαι]] [[ευερέθιστος]] («οὐ κατάσχοιμι τὴν ὕβριν ἀλλὰ παραθερμανθείς.... ἕλκοιμι τῶν τριχῶν», Αισχίν.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραθερμαίνω:''' [[θερμαίνω]] υπερβολικά — μτχ. Παθ. αορ. αʹ <i>παραθερμανθείς</i>, λέγεται για άνθρωπο που «υπερθερμαίνεται» από το [[κρασί]], σε Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραθερμαίνω Medium diacritics: παραθερμαίνω Low diacritics: παραθερμαίνω Capitals: ΠΑΡΑΘΕΡΜΑΙΝΩ
Transliteration A: parathermaínō Transliteration B: parathermainō Transliteration C: parathermaino Beta Code: paraqermai/nw

English (LSJ)

   A warm, cheer, οἶνος π. τὴν ψυχήν Ath.5.185c:— Pass., to be heated, Arist.Pr.876b3: metaph., παραθερμανθείς, of a man, become quarrelsome in his cups, Aeschin.2.157; παρατεθέρμανται τῇ καρδίᾳ LXX De.19.6.

German (Pape)

[Seite 478] daneben, an der Seite erwärmen; τὴν ψυχήν, vom Wein, Ath. V, 185 e; u. übertr., LXX.; παραθερμανθείς, Aesch. 2, 157.

Greek (Liddell-Scott)

παραθερμαίνω: θερμαίνω, φαιδρύνω, οἶνος π. τὴν ψυχὴν Ἀθήν. 185C· - Παθ., παραθερμανθείς, ἐπὶ ἀνθρώπου θερμανθέντος ὑπὲρ τὸ δέον, ἐξαφθέντος ἐκ τοῦ οἴνου, Αἰσχίν. 49. 18· φλέγομαι ἐξ ὀργῆς, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2, 2· τεθέρμανται τῇ καρδίᾳ Ἑβδ. (Δευτερ. ΙΘ΄, 6).

French (Bailly abrégé)

échauffer à l’excès.
Étymologie: παρά, θερμαίνω.

Greek Monolingual

ΝΑ παράθερμος
(νεο
ελλ.) θερμαίνω πάρα πολύ, παραζεσταίνω
αρχ.
1. φέρνω κάποιον σε διάθεση, σε κέφι, φαιδρύνωοἶνος παραθερμαίνει τὴν ψυχήν», Αθήν.)
2. (για πρόσ.) γίνομαι ευερέθιστος («οὐ κατάσχοιμι τὴν ὕβριν ἀλλὰ παραθερμανθείς.... ἕλκοιμι τῶν τριχῶν», Αισχίν.).

Greek Monotonic

παραθερμαίνω: θερμαίνω υπερβολικά — μτχ. Παθ. αορ. αʹ παραθερμανθείς, λέγεται για άνθρωπο που «υπερθερμαίνεται» από το κρασί, σε Αισχίν.