περιιάπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(32)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[τραυματίζω]] από [[παντού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἰάπτω]] «[[ρίπτω]], [[εξακοντίζω]]»].
|mltxt=Α<br />[[τραυματίζω]] από [[παντού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἰάπτω]] «[[ρίπτω]], [[εξακοντίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιιάπτω:''' [[τραυματίζω]] [[παντού]] [[ολόγυρα]], <i>περὶ θυμὸς ἰάφθη</i> (γʹ ενικ. Παθ. αορ. αʹ), σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιῐάπτω Medium diacritics: περιιάπτω Low diacritics: περιιάπτω Capitals: ΠΕΡΙΙΑΠΤΩ
Transliteration A: periiáptō Transliteration B: periiaptō Transliteration C: periiapto Beta Code: periia/ptw

English (LSJ)

   A wound all round, περὶ θυμὸς ἰάφθη Theoc.2.82.

Greek (Liddell-Scott)

περιιάπτω: τιτρώσκω πανταχόθεν, περὶ θυμὸς ἰάφθη, ἐτρώθη πανταχόθεν, Θεόκρ. 2.82.

Greek Monolingual

Α
τραυματίζω από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἰάπτω «ρίπτω, εξακοντίζω»].

Greek Monotonic

περιιάπτω: τραυματίζω παντού ολόγυρα, περὶ θυμὸς ἰάφθη (γʹ ενικ. Παθ. αορ. αʹ), σε Θεόκρ.