περίπτωμα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
(32) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[περιπίπτω]]<br /><b>1.</b> τυχαίο [[συμβάν]]<br /><b>2.</b> [[δυστύχημα]], [[συμφορά]]<br /><b>3.</b> [[ευτυχής]] [[σύμπτωση]], [[συγκυρία]], καλή [[τύχη]]. | |mltxt=τὸ, Α [[περιπίπτω]]<br /><b>1.</b> τυχαίο [[συμβάν]]<br /><b>2.</b> [[δυστύχημα]], [[συμφορά]]<br /><b>3.</b> [[ευτυχής]] [[σύμπτωση]], [[συγκυρία]], καλή [[τύχη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίπτωμα:''' -ατος, τό, [[συμφορά]], [[δυστυχία]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A accidental happening : hence, 1 calamity, Pl.Prt.345b. 2 lucky chance, LXX Ru.2.3.
German (Pape)
[Seite 589] τό, Unfall, Zufall, Plat. Prot. 345 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περίπτωμα: τό, συμφορά, δυστύχημα, Πλάτ. Πρωτ. 345Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
conjoncture, particul. accident, malheur.
Étymologie: περιπίπτω.
Greek Monolingual
τὸ, Α περιπίπτω
1. τυχαίο συμβάν
2. δυστύχημα, συμφορά
3. ευτυχής σύμπτωση, συγκυρία, καλή τύχη.