πινακίσκος: Difference between revisions
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[πίναξ]], -<i>ακος</i>]<br /><b>1.</b> μικρό [[πιάτο]], πιατάκι<br /><b>2.</b> [[πινακίδα]] ζωγραφισμένη. | |mltxt=ὁ, Α [[πίναξ]], -<i>ακος</i>]<br /><b>1.</b> μικρό [[πιάτο]], πιατάκι<br /><b>2.</b> [[πινακίδα]] ζωγραφισμένη. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πῐνᾰκίσκος:''' ὁ, = [[πινάκιον]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Dim. of
A πίναξ 2, Ar.Pl. 813,Fr.532, Pherecr.108.14, Pl.Com.119, Lync.1.6.
German (Pape)
[Seite 616] ὁ, = πινακίδιον, Ar. Plut. 813.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνᾰκίσκος: ὁ, = πινακίδιον, Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449, Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 4. 14, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρέσβεσι» 1· ἴδε πίναξ 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
dim. de πίναξ.
Greek Monolingual
ὁ, Α πίναξ, -ακος]
1. μικρό πιάτο, πιατάκι
2. πινακίδα ζωγραφισμένη.
Greek Monotonic
πῐνᾰκίσκος: ὁ, = πινάκιον, σε Αριστοφ.