πλατάνιστος: Difference between revisions
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
(32) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />(ως αρχαιότερη [[ονομασία]]) ο [[πλάτανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πλάτανος]]. | |mltxt=ἡ, Α<br />(ως αρχαιότερη [[ονομασία]]) ο [[πλάτανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πλάτανος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλᾰτάνιστος:''' ἡ, = [[πλάτανος]] (βλ. αυτ.), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, earlier name for πλάτανος, Il.2.307, 310, Hdt.5.119, 7.27,31, Theoc.18.44, al.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, = πλάτανος; Il. 2, 307. 310; Her. 5, 119; Ap. Rh. 2, 733; χλοερά, Thall. 4 (IX, 220).
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτάνιστος: ἡ, ἀρχαιότερον ὄνομα τῆς πλατάνου, Ἰλ. Β. 307, 310, Ἡρόδ. 5. 119., 7. 27, 31. ‒ Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 374.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
c. πλάτανος.
English (Autenrieth)
plane-tree, not unlike our maple, Il. 2.307.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ως αρχαιότερη ονομασία) ο πλάτανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πλάτανος.
Greek Monotonic
πλᾰτάνιστος: ἡ, = πλάτανος (βλ. αυτ.), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.