πολύσπλαγχνος: Difference between revisions
From LSJ
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />πολύ ευσπλανχνικός, πολυεύσπλανχνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπλαγχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπλάγχνα]] «[[καρδιά]]»), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>σπλαγχνος</i>]. | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />πολύ ευσπλανχνικός, πολυεύσπλανχνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπλαγχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπλάγχνα]] «[[καρδιά]]»), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>σπλαγχνος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύσπλαγχνος:''' -ον, αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ευσπλαγχνία]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of great mercy, Ep.Jac.5.11.
German (Pape)
[Seite 673] sehr mitleidig, N. T. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσπλαγχνος: -ον, = πολυεύσπλαγχνος, Ἐπιστ. Ἰακώβου ε΄, 11, Θεόδ. Στουδ. σ. 615.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très miséricordieux.
Étymologie: πολύς, σπλάγχνον.
English (Strong)
from πολύς and σπλάγχνον (figuratively); extremely compassionate: very pitiful.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
πολύ ευσπλανχνικός, πολυεύσπλανχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπλαγχνος (< σπλάγχνα «καρδιά»), πρβλ. μεγαλό-σπλαγχνος].
Greek Monotonic
πολύσπλαγχνος: -ον, αυτός που έχει μεγάλη ευσπλαγχνία, σε Καινή Διαθήκη