πολυμνήστη: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πολύμνηστος]], ἡ, Α<br />αυτή που τήν ζητούν πολλοί σε γάμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μνήστη]] / -<i>μνηστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μνῶμαι</i> «[[ζητώ]] [[γυναίκα]] σε γάμο»), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>μνηστος</i>]. | |mltxt=και [[πολύμνηστος]], ἡ, Α<br />αυτή που τήν ζητούν πολλοί σε γάμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μνήστη]] / -<i>μνηστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μνῶμαι</i> «[[ζητώ]] [[γυναίκα]] σε γάμο»), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>μνηστος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολυμνήστη:''' ἡ ([[μνάομαι]]), αυτή που γίνεται [[δέκτης]] [[μεγάλης]] ερωτοτροπίας ή φλερταρίσματος, αυτή που ζητείται από πολλούς σε γάμο, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (μνάομαι) = foreg., Od.4.770, 14.64, 23.149:—later in form πολύ-μνηστος,
A κούρη Nonn.D.42.497; πολυμνάστοιο . . Τίσιδος AP6.274 (Pers.).
German (Pape)
[Seite 666] ἡ, die viel umfrei'te, von Vielen zur Ehe begehrte; γυνή, Od. 14, 64, vgl. 4, 770. 23, 149. – Das masc. scheint nur als nom. propr. vorzukommen.
Greek (Liddell-Scott)
πολυμνήστη: ἡ, (μνάομαι) ἡ ὑπὸ πολλῶν ζητούμενη εἰς γάμον, Ὀδ. Δ. 770, Ξ. 64, Ψ. 149 ὡσαύτως μετὰ καταλήξεως ἀρσ., πολυμνήστοιο Τίσιδος Ἀνθ. Π. 6. 274. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυμνήστην· ἀγαθήν, σώφρονα».
French (Bailly abrégé)
ης;
adj. f.
recherchée par beaucoup de prétendants.
Étymologie: πολύς, μνάομαι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και πολύμνηστος, ἡ, Α
αυτή που τήν ζητούν πολλοί σε γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μνήστη / -μνηστος (< μνῶμαι «ζητώ γυναίκα σε γάμο»), πρβλ. εύ-μνηστος].
Greek Monotonic
πολυμνήστη: ἡ (μνάομαι), αυτή που γίνεται δέκτης μεγάλης ερωτοτροπίας ή φλερταρίσματος, αυτή που ζητείται από πολλούς σε γάμο, σε Ομήρ. Οδ.