πολύτεκνος: Difference between revisions
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτεκνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] [[τέκνα]], ο [[γονέας]] πολλών παιδιών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> ο [[γονέας]] τεσσάρων, [[τουλάχιστον]], τέκνων, αριθμό τον οποίο [[πρόσφατος]] [[νόμος]] περιόρισε σε [[τρία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που απαρτίζεται από [[πολλά]] [[τέκνα]] («[[πολύτεκνος]] [[γενέθλη]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] τών ποταμών) αυτός που με τα νερά του καθιστά τη γη εύφορη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεκνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέκνον]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>τεκνος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[πολύτεκνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] [[τέκνα]], ο [[γονέας]] πολλών παιδιών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> ο [[γονέας]] τεσσάρων, [[τουλάχιστον]], τέκνων, αριθμό τον οποίο [[πρόσφατος]] [[νόμος]] περιόρισε σε [[τρία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που απαρτίζεται από [[πολλά]] [[τέκνα]] («[[πολύτεκνος]] [[γενέθλη]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] τών ποταμών) αυτός που με τα νερά του καθιστά τη γη εύφορη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεκνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέκνον]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>τεκνος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύτεκνος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] [[παιδιά]], [[γόνιμος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bearing many children, prolific, Τηθύς A.Pr.137 (anap.), cf. Arist.HA616b10. 2 consisting in many children, γενέθλη Nonn.D.25.561. II epith. of rivers, giving increase, A.Supp.1027 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 674] viele Kinder habend; Τηθύς, Aesch. Prom. 137; auch ποταμοί, Suppl. 1008; Eur. Med. 557; Niobe, Antp. Sid. 43 (Plan. 133), u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
πολύτεκνος: -ον, ὁ γεννῶν πολλὰ τέκνα, γόνιμος, Αἰσχύλ. Πρ. 137, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 15, 3· ἴδε ἐν λ. ἅμιλλα. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1029, ὡς ἐπίθ. ποταμῶν, γονιμοποιῶν, εὔφορον ποιῶν τὴν γῆν (;).
French (Bailly abrégé)
ος, ος;
1 qui a un grand nombre d’enfants ; ἅμιλλα πολύτεκνος EUR le désir d’avoir beaucoup d’enfants;
2 fig. très fécondant, fertilisant.
Étymologie: πολύς, τέκνον.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύτεκνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά τέκνα, ο γονέας πολλών παιδιών
νεοελλ.
(νομ.) ο γονέας τεσσάρων, τουλάχιστον, τέκνων, αριθμό τον οποίο πρόσφατος νόμος περιόρισε σε τρία
μσν.-αρχ.
αυτός που απαρτίζεται από πολλά τέκνα («πολύτεκνος γενέθλη», Νόνν.)
αρχ.
(κυρίως ως προσωνυμία τών ποταμών) αυτός που με τα νερά του καθιστά τη γη εύφορη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. καλλί-τεκνος].
Greek Monotonic
πολύτεκνος: -ον, αυτός που έχει πολλά παιδιά, γόνιμος, σε Αισχύλ.