πολυχρηματία: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[πολυχρήματος]]<br />[[αφθονία]] χρημάτων, [[πολλά]] χρήματα, [[μεγάλος]] [[πλούτος]].
|mltxt=ἡ, Α [[πολυχρήματος]]<br />[[αφθονία]] χρημάτων, [[πολλά]] χρήματα, [[μεγάλος]] [[πλούτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυχρημᾰτία:''' ἡ, [[αφθονία]] σε πλούτο, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυχρημᾰτία Medium diacritics: πολυχρηματία Low diacritics: πολυχρηματία Capitals: ΠΟΛΥΧΡΗΜΑΤΙΑ
Transliteration A: polychrēmatía Transliteration B: polychrēmatia Transliteration C: polychrimatia Beta Code: poluxrhmati/a

English (LSJ)

ἡ,

   A greatness of wealth, opp. εὐτέλεια, X.Smp.4.42, cf. Poll.3.110.

German (Pape)

[Seite 677] Besitz vieles Vermögens; Poll. 3, 110; bei Xen. Conv. 4, 42 Ggstz von εὐτέλεια.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχρημᾰτία: ἡ, ἀφθονία χρημάτων, πλούτου, Ξεν. Συμπ. 4. 42, Πολυδ. Γ΄, 110.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
abondance de biens, richesse.
Étymologie: πολυχρήματος.

Greek Monolingual

ἡ, Α πολυχρήματος
αφθονία χρημάτων, πολλά χρήματα, μεγάλος πλούτος.

Greek Monotonic

πολυχρημᾰτία: ἡ, αφθονία σε πλούτο, σε Ξεν.