προκατάκειμαι: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[είμαι]] ξαπλωμένος [[μπροστά]] από κάποιον [[άλλο]], όπως σε [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατάκειμαι]] «[[είμαι]] ξαπλωμένος»]. | |mltxt=Α<br />[[είμαι]] ξαπλωμένος [[μπροστά]] από κάποιον [[άλλο]], όπως σε [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατάκειμαι]] «[[είμαι]] ξαπλωμένος»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προκατάκειμαι:''' Παθ., [[ξαπλώνω]] [[μπροστά]] από [[κάτι]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A lie down before, at meals, Luc. Merc.Cond.26,Hld.4.16.
German (Pape)
[Seite 728] (s. κεῖμαι), sich davor od. vorher niederlegen, Luc. de merc. cond. 26, bei Tisch einen höheren Platz einnehmen, s. προκατακλίνω.
Greek (Liddell-Scott)
προκατάκειμαι: Παθ., κατάκειμαι, εἶμαι ἀνακεκλιμένος πρὸ ἄλλου τινός, ὡς π.χ. ἐν δείπνῳ, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, Ἡλιόδ. 4. 16.
French (Bailly abrégé)
être couché (à table) à la première place ou sur un lit plus élevé que les autres.
Étymologie: πρό, κατάκειμαι.
Par. προκατακλίνω.
Greek Monolingual
Α
είμαι ξαπλωμένος μπροστά από κάποιον άλλο, όπως σε δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατάκειμαι «είμαι ξαπλωμένος»].