πραόνως: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[πραότητα]], [[πράως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[πραόνως]], [[κατά]] μία [[άποψη]] έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο επί θ. <i>πραόνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρᾶος]] <span style="color: red;">+</span> [[νοῦς]]), ενώ κατ' άλλους από το επίθ. [[πρᾶος]], αναλογικά [[προς]] το επίρρ. <i>εὐδαιμόνως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εὐδαίμων]], -<i>ονος</i>). Παρ' όλα αυτά, το επίρρ. [[πραόνως]] θα προϋπέθετε την ύπαρξη αμάρτυρου συγκριτ. <i>πράων</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἐλάττων]]: [[ἐλασσόνως]])]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[πραότητα]], [[πράως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[πραόνως]], [[κατά]] μία [[άποψη]] έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο επί θ. <i>πραόνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρᾶος]] <span style="color: red;">+</span> [[νοῦς]]), ενώ κατ' άλλους από το επίθ. [[πρᾶος]], αναλογικά [[προς]] το επίρρ. <i>εὐδαιμόνως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εὐδαίμων]], -<i>ονος</i>). Παρ' όλα αυτά, το επίρρ. [[πραόνως]] θα προϋπέθετε την ύπαρξη αμάρτυρου συγκριτ. <i>πράων</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἐλάττων]]: [[ἐλασσόνως]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρᾱόνως:''' επίρρ. από <i>*πρᾴων</i> (= [[πρᾶος]]), με [[πραότητα]], συγκρατημένα, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A temperately, Ar.Ra.856, Ael.NA5.39. (Formed from *πραό-νους.)
German (Pape)
[Seite 694] adv. von πραόνοος, zsgzgn πραόνους, sanftmüthig; Ar. Ran. 856; Ael. H. A. 5, 39; vgl. Lob. Phryn. 403; Buttmann nimmt ausführl. Gramm. II p. 263 keine Zusammensetzung, sondern eine metaplastische Nebenform des gewöhnlichen πράως an, als wäre auch ein Positiv πράων da gewesen.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱόνως: Ἐπίρρ. μετὰ πραότητος, πράως, Ἀριστοφ. Βάτρ. 856, Αἰλ. π. Ζ. 5. 39. (Ἐτυμολογούμενον ὡς ἐκ τοῦ πραόνους, διότι τύπος πράων = πρᾶος, δὲν ὑπάρχει, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 403).
French (Bailly abrégé)
adv.
avec plus de douceur ou de bonté.
Étymologie: πρᾶος.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με πραότητα, πράως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πραόνως, κατά μία άποψη έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο επί θ. πραόνους (< πρᾶος + νοῦς), ενώ κατ' άλλους από το επίθ. πρᾶος, αναλογικά προς το επίρρ. εὐδαιμόνως (< εὐδαίμων, -ονος). Παρ' όλα αυτά, το επίρρ. πραόνως θα προϋπέθετε την ύπαρξη αμάρτυρου συγκριτ. πράων (πρβλ. ἐλάττων: ἐλασσόνως)].
Greek Monotonic
πρᾱόνως: επίρρ. από *πρᾴων (= πρᾶος), με πραότητα, συγκρατημένα, σε Αριστοφ.