προσαραρίσκω: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(34)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>(αμτβ.)</b> προσαρμόζομαι σε [[κάτι]] («ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῑς [[ὥσπερ]] νυκτερίδες πρὸς τοῑς τείχεσιν προσαραρέναι», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[ταιριάζω]] [[μαζί]]»].
|mltxt=Α<br /><b>(αμτβ.)</b> προσαρμόζομαι σε [[κάτι]] («ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῑς [[ὥσπερ]] νυκτερίδες πρὸς τοῑς τείχεσιν προσαραρέναι», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[ταιριάζω]] [[μαζί]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσᾰρᾰρίσκω:''' [[προσαρμόζω]]· παρακ. βʹ <i>προσάρᾱρα</i>, Ιων. <i>-άρηρα</i>· αμτβ., προσαρμόζομαι, <i>ἐπίσσωτρα προσαρηρότα</i>, [[καλά]] προσαρμοσμένα, σε Ομήρ. Ιλ.· σε Ιων. Παθ. παρακ. <i>προσαρήρεται</i>, σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰρᾰρίσκω Medium diacritics: προσαραρίσκω Low diacritics: προσαραρίσκω Capitals: ΠΡΟΣΑΡΑΡΙΣΚΩ
Transliteration A: prosararískō Transliteration B: prosarariskō Transliteration C: prosararisko Beta Code: prosarari/skw

English (LSJ)

   A fit to: pf. 2 προσάρᾱρα, Ion. -άρηρα, intr., to be fitted to, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα tires firmly fitted, Il.5.725; ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῖς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν -αραρέναι X.HG4.7.6: Ep. pf. Pass., προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ Hes.Op.431.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰρᾰρίσκω: προσαρμόζω πρός...: ― πρκμ. β΄ προσάρᾱρα, Ἰωνικ. -άρηρα, ἀμεταβ., προσαρμόζομαι εἰς..., χάλκε’ ἐπίσωτρα προσαρηρότα, καλῶς προσηρμοσμένα, Ἰλ. Ε. 725· Ἰωνικός τις παθητ. πρκμ. ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσιόδ., προσαρήρεται ἱστοβοῆι Ἔργ. κ. Ἡμ. 429 (431).

French (Bailly abrégé)

ajuster ou fixer à, τινι.
Étymologie: πρός, ἀραρίσκω.

Greek Monolingual

Α
(αμτβ.) προσαρμόζομαι σε κάτι («ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῑς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῑς τείχεσιν προσαραρέναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀραρίσκω «συνδέω, ταιριάζω μαζί»].

Greek Monotonic

προσᾰρᾰρίσκω: προσαρμόζω· παρακ. βʹ προσάρᾱρα, Ιων. -άρηρα· αμτβ., προσαρμόζομαι, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα, καλά προσαρμοσμένα, σε Ομήρ. Ιλ.· σε Ιων. Παθ. παρακ. προσαρήρεται, σε Ησίοδ.