προλεσχηνεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b> [[συζητώ]], [[συνομιλώ]] [[προηγουμένως]] («προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λεσχηνεύω]] «[[συζητώ]], [[συνομιλώ]]»].
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b> [[συζητώ]], [[συνομιλώ]] [[προηγουμένως]] («προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λεσχηνεύω]] «[[συζητώ]], [[συνομιλώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προλεσχηνεύομαι:''' αποθ., [[συνδιαλέγομαι]] με κάποιον από [[πριν]], με δοτ. προσ., σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλεσχηνεύομαι Medium diacritics: προλεσχηνεύομαι Low diacritics: προλεσχηνεύομαι Capitals: ΠΡΟΛΕΣΧΗΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: proleschēneúomai Transliteration B: proleschēneuomai Transliteration C: proleschineyomai Beta Code: prolesxhneu/omai

English (LSJ)

   A hold conversations with one before, προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι Hdt.6.4.

German (Pape)

[Seite 732] vorher plaudern, reden mit Einem, τινί, Her. 6, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προλεσχηνεύομαι: ἀποθ., προλαλῶ, προδιαλέγομαι, προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι Ἡρόδ. 6. 4.

French (Bailly abrégé)

s’entretenir auparavant : τινι περί τινος de qch avec qqn.
Étymologie: πρό, λέσχη.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) συζητώ, συνομιλώ προηγουμένως («προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λεσχηνεύω «συζητώ, συνομιλώ»].

Greek Monotonic

προλεσχηνεύομαι: αποθ., συνδιαλέγομαι με κάποιον από πριν, με δοτ. προσ., σε Ηρόδ.