προσκατασκευάζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], [[παρασκευάζω]] ή [[ετοιμάζω]] επί [[πλέον]] (α. «[[προσκατασκευάζω]] πόλεις πόλεσι», <b>Ιώσ.</b><br />β. «προσκατασκευάζειν θησαυρόν», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[αποδεικνύω]] επιπροσθέτως<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσκατασκευάζομαι</i><br />[[προμηθεύω]] για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι («προσκατασκευάζεσθαι ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], [[παρασκευάζω]] ή [[ετοιμάζω]] επί [[πλέον]] (α. «[[προσκατασκευάζω]] πόλεις πόλεσι», <b>Ιώσ.</b><br />β. «προσκατασκευάζειν θησαυρόν», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[αποδεικνύω]] επιπροσθέτως<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσκατασκευάζομαι</i><br />[[προμηθεύω]] για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι («προσκατασκευάζεσθαι ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσκατασκευάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[παρασκευάζω]], [[κατασκευάζω]] [[επιπλέον]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκατασκευάζω Medium diacritics: προσκατασκευάζω Low diacritics: προσκατασκευάζω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: proskataskeuázō Transliteration B: proskataskeuazō Transliteration C: proskataskevazo Beta Code: proskataskeua/zw

English (LSJ)

   A furnish or prepare besides, ἐμπόριον D.20.33; θησαυρόν another granary, PCair.Zen.509.9 (iii B.C.); πύλας, τριήρεις, D.S.11.21,43, etc.; δυνάστην π. τινά set him up besides, Plb.21.11.6; build in addition to or beside, οἰκήματα οἰκήμασι, πόλεις πόλεσι, J.AJ8.5.2, 8.6.1:—Med., procure for oneself, ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν Arist.Top.118a13; φρούριον J.AJ15.9.4:— Pass., ὄνειδος -σκευασθῆναι τῇ πόλει D.19.78, cf. 23.189, IG12(8).51.10 (Imbros, ii B.C.).    II prove in addition, Alex.Aphr. in Metaph.260.32.

German (Pape)

[Seite 768] noch dazu ausrüsten, einrichten; ἐμπόριον, Dem. Lpt. 32; auch ἐκ τῆς ἀπολογίας ὄνειδος προσκατασκευασθῆναι τῇ πόλει, Dem. 19, 78; einsetzen, Pol. 21, 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατασκευάζω: παρασκευάζω προσέτι, ἐμπόριον Δημ. 467. 9· πύλας, τριήρεις Διόδ. 1. 1. 21, 43, κτλ.· δυνάστην πρ. τινά, καθίστημι τίνα, Πολύβ. 21. 9, 6. ― Μέσ., προμηθεύω δι’ ἐμαυτόν, ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν Ἀριστ. Τοπ. 3. 2, 11. ― Παθ., Δημ. 365. 25., 683. 23.

French (Bailly abrégé)

préparer, construire, équiper ou instituer en outre;
Moy. προσκατασκευάζομαι m. sign.
Étymologie: πρός, κατασκευάζω.

Greek Monolingual

Α
1. κατασκευάζω, παρασκευάζω ή ετοιμάζω επί πλέον (α. «προσκατασκευάζω πόλεις πόλεσι», Ιώσ.
β. «προσκατασκευάζειν θησαυρόν», πάπ.)
2. αποδεικνύω επιπροσθέτως
3. μέσ. προσκατασκευάζομαι
προμηθεύω για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι («προσκατασκευάζεσθαι ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

προσκατασκευάζω: μέλ. -σω, παρασκευάζω, κατασκευάζω επιπλέον, σε Δημ.