προσερίζω: Difference between revisions

From LSJ

πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[ποτερίσδω]] Α<br /><b>1.</b> [[φιλονικώ]] [[επίσης]] με κάποιους άλλους<br /><b>2.</b> [[εξοργίζω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- / <i>ποτ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ποτί]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἐρίζω]] / <i>ἐρίσδω</i> «[[φιλονικώ]]»].
|mltxt=και δωρ. τ. [[ποτερίσδω]] Α<br /><b>1.</b> [[φιλονικώ]] [[επίσης]] με κάποιους άλλους<br /><b>2.</b> [[εξοργίζω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- / <i>ποτ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ποτί]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἐρίζω]] / <i>ἐρίσδω</i> «[[φιλονικώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσερίζω:''' Δωρ. ποτ-ερίσδω, μέλ. <i>-σω</i>, [[μάχομαι]] μαζί ή [[εναντίον]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσερίζω Medium diacritics: προσερίζω Low diacritics: προσερίζω Capitals: ΠΡΟΣΕΡΙΖΩ
Transliteration A: proserízō Transliteration B: proserizō Transliteration C: proserizo Beta Code: proseri/zw

English (LSJ)

Dor. ποτερίσδω,

   A strive with or against, αὐτόθε μοι ποτέρισδε Theoc.5.60, cf. Lyr.Alex.Adesp.37.1; τινὶ περί τινος Longus 4.2.    II provoke to anger, Aq.Ex.23.21, al., Aq.Sm.De.9.7, al.

German (Pape)

[Seite 762] noch dazu, dabei streiten, gegen Einen, τινί, Theocr. 5, 60 u. in Prosa; προσηρίκασιν ἀλλήλοις Arist. H. A. 5, 1; Sp., wie Longin. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προσερίζω: Δωρ. ποτερίσδω, ἐρίζω πρός τινα, αὐτόθι μοι ποτέρισδε Θεόκρ. 5. 60. ΙΙ. ἐρεθίζω εἰς ὀργήν, ἐξοργίζω, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

1 intr. se disputer encore ou en outre contre, τινι;
2 s’irriter.
Étymologie: πρός, ἐρίζω.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ποτερίσδω Α
1. φιλονικώ επίσης με κάποιους άλλους
2. εξοργίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- / ποτ- (βλ. λ. ποτί) + ἐρίζω / ἐρίσδω «φιλονικώ»].

Greek Monotonic

προσερίζω: Δωρ. ποτ-ερίσδω, μέλ. -σω, μάχομαι μαζί ή εναντίον, σε Θεόκρ.