προσθύμιος: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[ευάρεστος]], [[καταθύμιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θύμιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-<i>θύμιος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />[[ευάρεστος]], [[καταθύμιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θύμιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-<i>θύμιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσθύμιος:''' -ον (θῡμός), αυτός που βρίσκεται στο [[μυαλό]] κάποιου, [[ευπρόσδεκτος]], καλοδεχούμενος, <i>τινι</i>, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσθύμιος Medium diacritics: προσθύμιος Low diacritics: προσθύμιος Capitals: ΠΡΟΣΘΥΜΙΟΣ
Transliteration A: prosthýmios Transliteration B: prosthymios Transliteration C: prosthymios Beta Code: prosqu/mios

English (LSJ)

[ῡ], poet. ποτιθύμιος, ον,

   A according to one's mind, welcome, AP6.288 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 766] nach Jemandes Sinn, gemüthlich, angenehm, τινί.

Greek (Liddell-Scott)

προσθύμιος: [ῡ], -ον, καταθύμιος, εὐάρεστος, τινι Ἀνθ. Π. 6. 288.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conforme au désir de, bienvenu de, dat..
Étymologie: πρός, θυμός.

Greek Monolingual

-ον, Α
ευάρεστος, καταθύμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -θύμιος (< θυμός), πρβλ. κατα-θύμιος].

Greek Monotonic

προσθύμιος: -ον (θῡμός), αυτός που βρίσκεται στο μυαλό κάποιου, ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος, τινι, σε Ανθ.