προβατοκάπηλος: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[έμπορος]] προβάτων, [[προβατέμπορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] «μικροπωλητής» (<b>πρβλ.</b> <i>ορνιθο</i>-[[κάπηλος]])]. | |mltxt=ὁ, Α<br />[[έμπορος]] προβάτων, [[προβατέμπορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] «μικροπωλητής» (<b>πρβλ.</b> <i>ορνιθο</i>-[[κάπηλος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προβᾰτοκάπηλος:''' -ον, [[κάπηλος]] προβάτων, προβατέμπορας, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
[κᾰ], ὁ,
A sheep-dealer, retailer of sheep, Plu.Per.24, Com.Adesp.62.
German (Pape)
[Seite 711] mit Vieh, bes. mit Schafen handelnd; Schol. Ar. Equ. 762; Plut. Pericl. 24; Poll. 7, 184.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτοκάπηλος: -ον, κάπηλος προβάτων, προβατέμπορος, Πλουτ. Περικλ. 24, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. προβατοπώλης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de moutons.
Étymologie: πρόβατον, κάπηλος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
έμπορος προβάτων, προβατέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. ορνιθο-κάπηλος)].
Greek Monotonic
προβᾰτοκάπηλος: -ον, κάπηλος προβάτων, προβατέμπορας, σε Πλούτ.